-
1 ἀνα-φέρω
ἀνα-φέρω (s. φέρω), 1) herauftragen, heraufbringen, Od. 11, 625 τὸν μὲν ἐγὼν ἀνένεικα καὶ ἤγαγον ἐξ Ἀίδαο, den Hund; παρὰ βασιλῆα, zum König nach Hochasien (vgl. ἀναβαίνω), Her. 6, 30; ψάμμος ἀναφερομένη, Sand, der aus den Minen herausgeworfen, 6, 102; χίλια τάλαντα εἰς τὴν ἀκρόπολιν Andoc. 3, 7. Von der Straße, εἰς τὸν Πειραιᾶ Xen. Hell. 2, 4, 10; ἀναφέρει ἐπὶ τὴν ἀγοράν, sie führt hinauf, Pol. 8, 31. – Pass., vom Aufgehen der Sterne, Id. 9, 15, 8; vom Aufsteigen des Rauches, Arist.; τὰς κώπας, die Ruder in die Höhe bringen, Thuc. 2, 84; danach ἡ εἰρεσία ἀναφέρεται Plut. Ant. 24; Demetr. 53. – Auch αἷμα, Blut aufhusten, auswerfen, Cleom. 15; στεναγμούς, Seufzer ausstoßen, Alex. 52; ἀναφέρει τι χρῶμα, es zeigt eine Farbe, nimmt sie an, Phoc. 28. – Med., ἀνενείκατο, Il. 19, 314, vom tief aus der Brust herausgeholten Seufzer und schweren Aufathmen; bei Her. 1, 86 neben ἀναστενάξαντα. Buttm. Lexil. I p. 263 f vergleicht auch Her. 1, 116, ἀνενειχϑείς, nachdem er sich gesammelt hatte; sp. D. haben diese Vrbdg vom lauten Ausrufen verstanden, u. verb. μῦϑον ἀνενείκατο, Ap. Rh. 3, 463; Col. 170; φωνήν Theocr. 23, 18. – Sonst: für sich in Sicherheit bringen, Her. 3, 148. 8, 36, wo Andere »sich zurückziehen« erklären; – emporheben, τὴν ψυχὴν ἀναφερόμενος, animo elato, Plut. an seni ger. resp. 6; aus dem Schlafe aufwecken, ἐξ ὕπνων Plut.; ἐκ μέϑης Luc.; aus dem Dunkel hervorholen, loben, ἀρεταὶ ἀμφέρονται Pind. N. 11, 38; im Gedächtniß erhalten, Isocr. 5, 32; μνημονεύειν καὶ ἀναφ. Plut. exil. extr.; vgl. Cat. min. 49; App.; – wiederholen, Plut. de Εἰ ap. Delph. 8; ὁμοιότητα, wie referre similitudinem, Discr. ad. et am. 12; vgl. Conj. praec. p. 416. – Pass., emporgehoben werden, emporkommen, Plat. Ax. 365 a; Pol. 9, 15; Plut. Rom. 28. – 2) auf sich nehmen, ertragen. κινδύνους Thuc. 3, 38; φϑόνους καὶ διαβολάς, πόλεμον, Pol. 1, 36. 4, 59; D. Hal., N. T. – 3) zurückführen, τὸ γένος εἴς τινα, seine Abkunft von Einem herleiten, Plat. Alc. I, 120 e; vgl. Herod. 2, 3, 9; ohne γένος, Plat. Theaet. 175 a; sichberufen auf, εἰς τοὺς πολλούς, εἰς τοὺς διδασκάλους, Alc. I, 110 e 112 d; εἰς ἀξιόχρεων ὑμῖν τὸν λέγοντα ἀνοίσω, ich werdemich auf ihn berufen, Apol. 20 e; auf etwas beziehen, ἀποβλέποντες κἀκεῖσε ἀναφέροντες Rep. VI, 484 c; εἰς ἃ ἀναφέρεται πάντα Crat. 424 d; ἀναφέρεται ἐπί τι, Arist. oft, z. B. Physiogn. 6; dah. zuschreiben, εἰς Φοῖβον τὴν ἁμαρτίαν Eur. Or. 76 Bacch. 29 und öfter; αἰτίαν εἴς τινα, Lys. 12, 28. 22, 8; ebenso ἀπολογίαν 12, 64; τὸ μὲν εἰς ἀλλήλους ἀναφέρετε, ihr klagt einander an, Dem. 28, 9; αἰτίαν ἐπί τινα, 10, 35; vgl. 18, 224. – 4) wie referre, Bericht erstatten, melden, Gegensatz κρύπτω, Soph. Ant. 272; Eur. Phoen. 1722; τὰ ϑεο πρόπια ἀνενειχϑέντα Her. 1, 54; οἱ δὲ ἀνήνεικαν εἰς Σάρδις καὶ ἀπήγγειλαν τῷ Κροίσῳ 1, 91, u. öfter; zum Vortrag bringen, darauf antragen, περὶ σπονδέων ἀνοίσειν ἐς τοὺς πλεῦνας, βουλεύματα εἰς τὸ κοινόν Her. 7, 149; 3, 80; ἀναφέρειν τῷδήμῳ περὶ διαλύσεως Pol. 15, 8; Dion. Hal. 10, 54; λόγον, rationem reddere, Lys. 30, 5. – 5) eintragen, einbringen, Xen. Vect. 5, 12. – 6) intr., zu sich kommen, sich erholen, Her. 3, 22 (wie das pass. gebraucht ist 1, 116; vgl. ἄφωνος ἐγένετο· εἶτα πάλιν ἀνηνέχϑη Theop. com. bei Eust. zu Od. 8, 393, der ἀνέπνευσε erkl.); ἐὰν δὲ ἀνενέγκωσιν οἱ Θηβαῖοι καὶ σωϑῶσιν Dem. 16, 31; ἐκ τῆς πληγῆς ἀναφέρων Plut. Rom. 18; vgl. Pomp. 53, wohin auch ἀνέφερον καὶ περιῆσαν D. Hal. 9, 57, und das unter 1) aufgeführte ἐκ μέϑης, ἐξ ὕπνου gezogen werden kann, s. auch ἀνέφερέ τις ἐλπὶς ἀμυδρά Plut. Alc. 38. – 7) überlegen, erwägen, Plat. Legg. VIII, 829 e.
См. также в других словарях:
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
Κυκλάδες — Νησιωτικό σύμπλεγμα και νομός (2.572 τ. χλμ., 112.615 κάτ.) της περιφέρειας Νοτίου Αιγαίου, με πρωτεύουσα την Ερμούπολη (11.799 κάτ.). Οι Κ. καταλαμβάνουν το κεντρικό και νότιο τμήμα του Αιγαίου πελάγους. Εκτείνονται με κατεύθυνση ΒΔ προς ΝΑ και… … Dictionary of Greek
γλαύκος — I Ονομασία διαφόρων ποταμών της αρχαιότητας. 1. Ποταμός της Αχαΐας, που πήγαζε από τις πλαγιές του Παναχαϊκού και εξέρεε στα νότια της Πάτρας. Ταυτίζεται με τον ομώνυμο σημερινό ποταμό, τον γνωστό και με την ονομασία Λέκας. 2. Μικρός ποταμός της… … Dictionary of Greek
Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
γλαυκός — I Ονομασία διαφόρων ποταμών της αρχαιότητας. 1. Ποταμός της Αχαΐας, που πήγαζε από τις πλαγιές του Παναχαϊκού και εξέρεε στα νότια της Πάτρας. Ταυτίζεται με τον ομώνυμο σημερινό ποταμό, τον γνωστό και με την ονομασία Λέκας. 2. Μικρός ποταμός της… … Dictionary of Greek
Σικυών — I Αρχαία πόλη της βορειοανατολικής Πελοποννήσου, κοντά στο σημερινό Κιάτο (του οποίου ο δήμος ονομάζεται δήμος Σικυώνας· υπάρχει επίσης και σημερινό χωριό με το όνομα Σικυών) στην περιοχή της Σικυωνίας. Η αρχαία Σικυωνία στη βόρεια πλευρά της… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek